Hταν ένα δροσερό φθινοπωρινό απόγευμα. Το
ηλιοβασίλεμα αρκετά γλυκό σαν αυτά του καλοκαιριού πού δύσκολα ξεχνιούνται όλον
τον χρόνο. Μόνο πού τώρα πια, τα ξερά φύλλα της γέρικης λεύκας βρίσκονταν
σκόρπια στο μικρό ανηφορικό μονοπάτι, πού όδηγεϊ στο εκκλησάκι της Αγ.
Παρασκευής. Οι πρώτες διστακτικές σταγόνες της βροχής μετά από την κάψα του
θέρους έμοιαζαν να μην λυπούνται πού πέφτουν τόσο νωρίς, θυμίζοντας ότι μπήκε
μια νέα εποχή του χρόνου. Το χώμα άρχισε να υγραίνει, ενώ τα πουλιά, πού άπ' ώρα
είχαν προαιοθανθεϊ το πρωτοβρόχι, πετούσαν για τελευταία φορά προς την δύση του
ηλίου αποχαιρετώντας το καλοκαίρι. Και αυτό με τη σειρά του, τους έγνεφε και
τους τραγουδούσε γλυκά ότι θα ξανάρθει. Τα πεύκα μοσχοβολούσαν σαν θυμιατήρια,
καθώς ή βροχή, πού όλο και δυνάμωνε, τα δροσόλουζε. Κάπου παράμερα κι ό
γερο-πλάτανος, ό κατεργάρης έμοιαζε να έτοιμάζη τα κλωνάρια του -τα «σπαθιά»
του- για να παλαίψη με τον άνεμο.Τον δρόμο για το ξωκκλήσι είχε πάρει ένα
παλληκάρι. Περπατούσε σαν γέρος παρά τα νειάτα του και ή καρδιά του ήταν τόσο
μαύρη άπ' την λύπη πού δεν τοϋ'δινε κουράγιο ούτε να κλάψει, θύμιζε καράβι δίχως
πανιά πού βολοδέρνεται αδιάκοπα από τα αφρισμένα κύματα της απόγνωσης, έτοιμο να
βουλιάξει.
Πηγη προσκυνητής