Οι ιστορίες, φυσικά, συνεχίζονται. Όσο, κανείς, ζει μέσα στη ζωή των ανθρώπων, εδώ, στην Αφρική τόσο πιο πολύ αντιλαμβάνεται το μέγεθος της ανθρώπινης ταλαιπωρίας, του πόνου, των θυσιών, της περιφρόνησης αλλά, στο τέλος, δεν υπάρχει απελπισία αλλά μια ανεξήγητη δυναμική της ελπίδας και της κατά Χριστόν μακαριότητας.

Πόσα συμβαίνουν, καθημερινά, μέσα από τις πνευματικές ποιμαντικές και ιεραποστολικές μας περιπλανήσεις και επισκέψεις. Στη δική μας τη σκέψη και νοοτροπία, οι καλοκαιρινοί μήνες είναι περίοδοι διακοπών. Όλοι, ανεξαρτήτου επαγγέλματος, θα έχουν, τουλάχιστον, ένα μήνα ή και περισσότερο, εξαρτάται από τη φύση του επαγγέλματος, για να ξεκουραστούν, να κάνουν τα μπάνια τους στη θάλασσα, να ταξιδέψουν και τα παρόμοια.
Πηγή : Πανελλήνιος Σύλλογος Ορθοδόξου Ιεραποστολής Εδώ, όμως, στον χώρο της ιεραποστολής, δεν λειτουργεί κάτι τέτοιο. Εμείς, απεναντίας, τον λεγόμενο αυτό χρόνο των διακοπών, τον χρησιμοποιούμε ως ευκαιρία να επισκεφθούμε απομακρυσμένες περιοχές, να συμμετάσχουμε σε κατανυκτικές λειτουργίες, να τελέσουμε βαπτίσεις, γάμους, κηδείες, να επισκεφθούμε τα ορφανοτροφεία μας, τις οικογένειες των ιερέων μας στα σπίτια τους, τα σχολεία μας – δημοτικά και γυμνάσια – και τόσα άλλα, που δεν μας κουράζουν αλλά μας ενισχύουν πνευματικά και νιώθουμε ακόμα πιο έντονη την παρουσία του Θεού ανάμεσά μας και το Άγιο χέρι Του να κατευθύνει τα βήματά μας. Δεν είναι εύκολες οι αποστολές αυτές.
Αναφέρω, ενδεικτικά, το χαρακτηριστικό περιστατικό.
Έκανα, πρόσφατα, τα εγκαίνια ναού, που βρίσκεται πολύ μακριά από την Ναϊρόμπη. Όσο κουραστικό κι αν ήταν το ταξίδι τόσο έντονη η πνευματική επικοινωνία με τους Ορθοδόξους αδελφούς μας της πρωτόγονης φυλής των Τουρκάνα, που, οπωσδήποτε, ήταν το αποκορύφωμα για μας, γιατί, για μια ακόμη φορά, διακρίναμε τον πόθο, τον ζήλο, την ταπείνωση, την εργατικότητα, την αφιέρωση κ.τ.λ. των ιερέων της φυλής αυτής αλλά και των χριστιανών μας. Συνθήκες άθλιες αδιανόητες, απίστευτες, μοναδικές. Καθίσαμε, λοιπόν, κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, για να γευματίσουμε. Φυσούσε, ελαφρά, στην αρχή. Οι κυρίες της φυλής ετοίμασαν, μέσα από την αγάπη τους, ό,τι καλύτερο μπορούσαν, για να μας ευχαριστήσουν. Η περιοχή αυτή φημίζεται πολύ για το κρέας της καμήλας που κυκλοφορούν, άνετα και σε μεγάλο αριθμό, γύρω μας. Το κρέας έτοιμο, στρωμένο χάμω, πάνω σ’ ένα μουσαμά. Για μια στιγμή δυνάμωσε ο αέρας και σκεπάστηκαν όλα τα φαγητά από τον μουσαμά και την άμμο, που είναι, συνήθως, πλούσια κι όχι χώμα. Καταλαβαίνει, κανείς, τι σκεφθήκαμε όλοι μας. Αμέσως, ο ένας από τους ιερείς, αισθανόμενος τη δυσκολία μας, μας λέγει με απλότητα και άνεση «η ατμόσφαιρά μας είναι καθαρή και υγιής, μην στενοχωριέστε, μπορείτε να φάτε, χωρίς δισταγμό». Πράγματι, φάγαμε. Ήταν, όμως, έντονη η παρουσία και η γεύση της άμμου, που, τελικά, μας άνοιξε περισσότερο την όρεξη, αφού «κτυπούσε», εντατικά, μέσα στο στόμα μας … Χωρίς καμιά διαμαρτυρία, τελειώσαμε, κάναμε τον σταυρό μας και άλλαξα την ευχαριστήρια προσευχή και αντί «… εν τω οίκω τούτω» είπα «… εν τη ερήμω τούτη» και φάγαμε.
Πηγαίναμε και δεν τελειώναμε. Άρχισα ν’ ανησυχώ. Ο οδηγός μας όμως ήταν άνετος και σοβαρός, χαμογελαστός. Για μια στιγμή έσβησε η μηχανή του αυτοκινήτου, κυριολεκτικά, στο πουθενά. Βγαίνει ο οδηγός κι αρχίζει να δοκιμάζει τρόπους για να ξεκινήσει η μηχανή. Στάθηκε αδύνατο. Τότε είπα να χρησιμοποιήσω τις δικές μου γνώσεις, που απέκτησα όλα αυτά τα χρόνια από τα πολλά ταξίδια. Δεν σπούδασα μηχανική αλλά κάτι ξέρω από την πολύχρονη εμπειρία μου, αφού τον περισσότερο χρόνο τον σπαταλώ στις ατέλειωτες διαδρομές. Μου ήλθε η ιδέα και τη μετέφερα στον οδηγό: «η μπαταρία». Ξαφνιάστηκε, φυσικά, αλλά αυτό ήταν όλο. Ξεκίνησε η μηχανή και συνεχίσαμε. Στον δρόμο συναντήσαμε ως επί το πλείστον καμήλες και ερήμους και θυμήθηκα τον ψαλμό του Δαβίδ: «…εδίψησέ σε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σάρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω…».
Ρωτούσα τον οδηγό αν πηγαίναμε κανονικά στον προορισμό μας. Μου χαμογέλασε και φάνηκε ότι ήταν θετικά τα πράγματα. Κάθε λίγο και λιγάκι ρωτούσαμε. Δεν ήξερε ούτε ο  ίδιος πού πηγαίναμε. Αποτέλεσμα; Φθάσαμε στα σύνορα της Αιθιοπίας – Σομαλίας. Μας σταμάτησαν και μας είπαν ότι έπρεπε να μείνουμε ως εκεί και όχι πιο κάτω. Κυριολεκτικά στο πουθενά. Αρχίζει το ταξίδι της επιστροφής και πάλι με οδηγό την αναξιότητά μου, δεξιά, αριστερά, ευθεία, όπου τελικά φθάσαμε όταν νύχτωσε. Ο κόσμος περίμενε. Έπρεπε να καταθέσω τον θεμέλιο λίθο του τρίτου ορθόδοξου ναού στην έρημο, με φανούς και λαμπάδες έγινε η σχετική ακολουθία. Είπα δυο λόγια ευχαριστίας στους αμερικανούς ορθόδοξους αδελφούς μας και ξεκινήσαμε για την επιστροφή. Γύρω στις δέκα το βράδυ σβήνουν τα φώτα του αυτοκινήτου και σταματά η μηχανή!!!
Άλλο τούτο και πάλι! Είμαστε δεκαπέντε άτομα. Δεν μπορούσαμε να ξέρουμε πού βρισκόμαστε και τι μας περίμενε. Ούτε φώτα, ούτε αστέρια, ούτε νερό,  ούτε κουνούπι. Κάναμε διάφορες σκέψεις αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η περιοχή είναι πολύ γνωστή λόγω των πρόσφατων διενέξεων και σκοτωμών ανάμεσα στους Ποκότ και τους Τουρκάνα. Όλα τα τηλέφωνα δεν έδειχναν κανένα σημείο επαφής, άρα δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με οποιονδήποτε. Όλοι μας, βέβαια, προσπαθούσαμε με τις γνώσεις που είχαμε πάνω στα θέματα μηχανικής των αυτοκινήτων να βρούμε κάποιον τρόπο να ξεκινήσει. Στάθηκε, όμως, αδύνατο. Για μια στιγμή με φώτισε ο Θεός και δοκίμασα το κινητό μου τηλέφωνο της Κύπρου. Έδειξε μια μικρή πιθανότητα. Κάνω μερικές στροφές και μεγαλώνει το σήμα. Τότε παίρνω τηλέφωνο στην Κύπρο και ανακοινώνω την κατάσταση που βρισκόμαστε. Ήταν αδύνατο να πιστέψω ότι θα βγαίναμε ζωντανοί απ’ όλη αυτή την περιπέτεια. Ήμουν, ίσως, υπερβολικός με τις εκτιμήσεις μου. Μα δεν είχα άλλη επιλογή. Τελικά τηλεφώνησα στην πιο κοντινή πόλη της περιοχής – πάντα με το κυπριακό τηλέφωνο – να έλθουν αμέσως να μας βγάλουν ζωντανούς απ’ όλη αυτή την περιπέτεια. Σε δυόμιση ώρες περίπου ήλθαν, διόρθωσαν το αυτοκίνητο και μπορέσαμε, μέσα σ’ όλη αυτή την αγωνία και περιπέτεια, να φτάσουμε στο Λότουα, όπου θα διανυκτερεύαμε, αν υπήρχε χρόνος. Ευχαριστήσαμε τον Θεό που μας βοήθησε να ξεπεράσουμε κι αυτή την ταλαιπωρία και επικίνδυνη αποστολή, στην οποία ζήσαμε στιγμές ζωής και θανάτου. 
 Προτού συμπληρώσω τα γραφόμενά μου, ας μου επιτραπεί να πω κι ένα περιστατικό, αστείο μεν αλλά πραγματικό. Εκεί που αγωνιούσαμε τι θα γίνει και τι θα έπρεπε να κάνουμε, ξαφνικά πετιέται – προβάλλει ένας πανύψηλος ημίγυμνος πολεμιστής της φυλής Τουρκάνα και κατευθυνόμενος προς εμένα μου λέει:
- Δώσε μου τη γυναίκα σου και θα σου δώσω μία από τις καλύτερες καμήλες μου.
Τι ήταν αυτό; Μαζί μας είχαμε και μια κοπέλα από την Αμερική, που εργάζεται εθελοντικά στις μεταφράσεις στις αφρικανικές διαλέκτους. Εκείνη την ώρα δοκίμασα να πω στους δικούς μου Αφρικανούς, που με συνόδευαν να αποτρέψουν τη συνέχεια αυτής της σκηνής. Όμως ο πολεμιστής Τουρκάνα μου απευθύνει ξανά τον λόγο:
- Όχι, απευθύνομαι σε σένα, κύριε, δώσε μου τη γυναίκα σου και θα την ανταλλάξω με μια καμήλα …
Ως εδώ κλείνει το κεφάλαιο της σημερινής περιπέτειας. Συνεχίζουμε το έργο μας, κάτω από τις πιο απίθανες περιστάσεις και συνθήκες, χωρίς να περιμένουμε αμοιβή και τιμές.
 
† Ο Μακάριος Κένυας