Ήταν ένα μοναστήρι, όπου όλοι οι μοναχοί είχαν γεράσει και πεθάνει, εκτός από ένα, που ζούσε εκεί σαν ερημίτης. Ο μοναχός αυτός ήταν τελείως αγράμματος, αλλά είχε δυνατή και απλή πίστη.

Καθώς έκανε τις ακολουθίες του και τα διακονήματα του, πίστευε ότι ο Χριστός και οι Άγιοι είναι ζωντανοί και τον συντροφεύουν, γι’ αυτό και τους μιλούσε τακτικά, όπως μιλά κανείς σε ζωντανούς ανθρώπους.
Μια μέρα που βγήκε από το Μοναστήρι, μπήκαν σ’ αυτό ληστές, έκλεψαν ότι βρήκαν, τα φόρτωσαν στα ζώα τους κι έφυγαν.
Όταν επέστρεψε ο μοναχός και είδε το γυμνωμένο Μοναστήρι, ταράχθηκε. Αμέσως έτρεξε στο Ναό, που ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο, στάθηκε μπροστά στον προστάτη του Μοναστηριού Άγιο και άρχισε να διαμαρτύρεται: «Άγιε μου Νικόλα, τι έγινε εδώ όταν έλειπα; Ήρθαν κακοί άνθρωποι και έκλεψαν το Μοναστήρι κι εσύ τους κοίταζες και δεν μιλούσες; Τι έκανες για να εμποδίσεις τους κλέφτες;
Πηγή : Αγια Μετέωρα