Υπάρχει στην ορολογία της πρώτης Εκκλησίας ένας χαρακτηρισμός, που δημιουργεί ιερά αισθήματα σεβασμού, θαυμασμού και αγάπης.
Ο απόστολος Παύλος από την Κόρινθο γράφει στους Χριστιανούς της Ρώμης. Στο τελευταίο κεφάλαιο της επιστολής παρελαύνει μια σειρά από ονόματα ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, που τον συνέδεσε μαζί τους η κοινή αγάπη για το Χριστό και ο κοινός αγώνας για το Ευαγγέλιό Του, γιατί, αλήθεια, τίποτε δε συνδέει τόσο, όσο η κοινή εργασία για το Χριστό. Διαβάζουμε: «Ασπάσασθε Τρύφαιναν και Τρυφώσαν τας κοπιώσας εν Κυρίω· ασπάσασθε Περσίδα την αγαπητήν, ήτις πολλά εκοπίασεν εν Κυρίω» (Ρωμ. ιστ΄ 12).
Πηγή : Χριστιανική φοιτητική δράση
Ο «εν Κυρίω κοπιών» εμφανίζεται ως ο ζηλωτής, ο προσηλωμένος, με την καθαυτό έννοια της λέξεως, ο καρφωμένος στο ιδανικό του, που είναι ο Χριστός και η Εκκλησία Του. Ο άνθρωπος της μιας αγάπης, που νοηματίζει όλες τις εγκόσμιες ιερές αφοσιώσεις του, και αυτή ιεραρχεί τους μόχθους του. Ταυτόχρονα είναι ο άνθρωπος της σταθερής ακτινοβολίας. Ένα φως στο δρόμο των ανθρώπων για το Θεό· και μια φωνή, και ένα χέρι που δείχνει: «Ίδε ο αμνός του Θεού»· και μια καρδιά «δοσμένη», έτοιμη για διακονία· και τα πόδια ελεύθερα για τον ευαγγελισμό της ειρήνης. Να είναι κανείς ολόκληρος μια μαρτυρία· και να Τον ακολουθεί ζωσμένος το λέντιο, για να πλύνει τα πόδια, που Εκείνος δεν είναι εδώ να πλύνει· να «παρακαλεί» τις καρδιές των ανθρώπων, όπως ο Κύριος παρακάλεσε τη δική του. Να σπεύδει να βάζει τον ώμο του, για να στηρίξει το σταυρό, που γλιστράει στους ξένους ώμους, ενώ κρατάει στην αγκαλιά το δικό του. Ο εν Κυρίω μοχθών! Είναι κατ’εξοχήν «ο του Χριστού».
Το να είναι όμως αυτά έτσι, εξαρτάται από την ευαισθησία διακονίας του εργάτη. Γι’ αυτό απαιτείται αγρυπνία ψυχής, γιατί «οι κοπιώντες εν Κυρίω» έχουν επικίνδυνους εχθρούς. Οι κυριότεροι απ’ αυτούς είναι:
1. Η αυταρέσκεια. Μπορεί κανείς να μοχθεί στον αμπελώνα του Κυρίου χρόνια, αλλά να δουλεύει αυτάρεσκα: όπως του αρέσει, κατά τις συνήθειές του, κατά τις συνήθειές του, κατά την ιδιοσυγκρασία του, κατά την κρίση του. Αυτό βέβαια, δε θα πει ότι ο εργάτης δε θα κοπιάζει ως προσωπικότητα ξεχωριστή – αυτό είναι η ευλογία του Θεού· θα πει ότι συντονίζει το μόχθο του, όπως και οι άλλοι συνεργοί, με το άγιο, το μοναδικό πρότυπο· «Ιησούς Χριστός ουχ εαυτώ ήρεσεν» (Ρωμ. ιε΄ 3) και το είπε· «καταβέβηκα εκ του ουρανού ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με» (Ιωάν. Στ΄38).
Ατενίζοντας αυτό το πρότυπο επιτυγχάνουμε τον καλύτερο συντονισμό στην κοινή εργασία και, εξασφαλίζοντας ειρηνικό το μόχθο ο ένας του άλλου, έχουμε πραγματικούς συνεργάτες και αναδεικνύουμε συνεχιστές.
Έπειτα η αυταρέσκεια δε γίνεται παρά να εξελιχθεί σε ανθρωπαρέσκεια, που είναι το πιο επικίνδυνο γλίστρημα του εργάτη και οδηγεί σε ξέφτισμα το πνευματικό έργο. Γινόμαστε τότε ανεκτικοί. Αρχίζουν οι αβαρίες, οι κάποιοι συμβιβασμοί, που θα συντελέσουν δήθεν στην αναγνώριση του έργου μας από περισσότερους, στην όσο το δυνατόν ευρύτερη προβολή των προσπαθειών μας. Ανεπαίσθητα έτσι κατρακυλάμε στην περιοχή της εκκοσμικεύσεως.
Ιδιαίτερα στην εποχή μας η διακονία μέσα σ’ ένα κόσμο, που ολοφάνερα «εν τω πονηρώ κείται», εκθέτει τον εργάτη σ’αυτόν τον πειρασμό δηλαδή της απόρριψης της κοινωνίας, που μοιάζει να έχει διαγράψει το Θεό, που συχνά μυκτηρίζει κάθε προσπάθεια για τον ερχομό της Βασιλείας Του, που είναι έτοιμη να περιφρονήσει, κάποτε και να βεβηλώσει.
Όμως η παράδοση των «εν Κυρίω κοπιώντων» δεν είναι αυτή της απόρριψης, αλλά της διακονίας «των κακώς εχόντων» (Ματθ. θ΄ 12). Άλλωστε η μεγαλύτερη χαρά δεν είναι η απραξία της αυταρέσκειας ή της φοβίας, αλλά η ειρηνική θλίψη του πνευματικού αγώνα. Να βρίσκεις, όπως είπαν, μια κοινωνία υπανάπτυκτη πνευματικά, πονηρή, και να διαπιστώνεις ότι υπάρχει ελπίδα. Να ανακαλύπτεις δυνατότητες προσφοράς, να γίνεσαι κέντρο δημιουργικής ζωής, εστία φωτός, αυτό είναι η πιο μεγάλη ικανοποίηση.
Δουλεύοντας σε μια τέτοια κοινωνία δοκιμάζεται και ενισχύεται η πίστη μας, η αντοχή μας, η ελπίδα μας στο Θεό. Είναι γνήσια χριστιανικό να ποτίζεις μια τέτοια σκληρή γη με τον ιδρώτα του πιο αγνού εν Κυρίω κόπου· βέβαια με σοφία· αλλά χωρίς προκατάληψη· ακόμα και για τους «αντιδιατιθεμένους» (Β΄ Τιμ. Β’25) και «τους εχθρούς του σταυρού του Χριστού» (Φιλιπ. γ΄18). Και πάντα με έγνοια και αγάπη για τον εξαγριωμένο από την αμαρτία αμαρτωλό αδελφό. «Ω αγαπημένε μου αμαρτωλέ», κήρυττε ένας άγιος ιεροκήρυκας του 18ου αιώνα! Ο Θεός ξέρει. Η σκληρή γη συχνά δίνει καρπό όσο και όποιο εμείς τον καιρό της σποράς δε μπορούμε να φανταστούμε. Η προτροπή του αποστόλου Παύλου στους Χριστιανούς της Κορίνθου, όπου «επλεόνασεν η αμαρτία» (Ρωμ. ε΄20), ήταν κάλεσμα για εμμονή στον ευαγγελικό βίο και το έργο του ευαγγελισμού, που το Πνεύμα απευθύνει και σήμερα στους εργάτες Του:
«Ώστε, αδελφοί μου αγαπητοί, εδραίοι γίνεσθε, αμετακίνητοι, περισσεύοντες εν τω έργω του Κυρίου πάντοτε, ειδότες ότι ο κόπος υμών ουκ έστι κενός εν Κυρίω» (Α΄ Κορ. ιε΄ 58).
Η πεποίθηση αυτή είναι το αποτελεσματικότερο αντίδοτο για την ώρα του πειρασμού. Τι κόπος, αλήθεια, κατάκοπος από τη σπορά που εξανεμίζεται, να νικήσεις τη μελαγχολική διαπίστωση του «επιστάτα, δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν» (Λουκ. Ε΄5)!
Οι άνθρωποι είμαστε βιαστικοί· θέλουμε γρήγορα και αισθητά αποτελέσματα. Όμως η σπορά θέλει εμπιστοσύνη και αυταπάρνηση. Ο σπόρος – το είπε ο Κύριος – αυξάνει «ως ουκ οίδεν αυτός» (Μαρκ. δ΄ 27), που τον έσπειρε. Είναι λόγος του πνεύματος· «επ’ ελπίδι οφείλει» (τι ρήμα!) ο αροτριών αροτριάν και ο αλοών της ελπίδος αυτού μετέχειν επ’ ελπίδι» (Α΄ Κορ. θ΄ 10). Με ελπίδα, με αισιοδοξία· ακόμα κι όταν «εχθρός άνθρωπος» (Ματθ. ιγ΄ 28) σπέρνει ζιζάνια στο σπαρμένο αγρό μας.
Και μια υποσημείωση: Ένας μόχθος χωρίς εξωτερικό αποτέλεσμα μπορεί να πολλαπλασιάσει «τα γεννήματα» της αρετής μέσα στην ψυχή του ίδιοε του χριστοκεντρικού εργάτη. Αντίθετα, μέσα στην εξωτερική καρποφορία είναι ενδεχόμενο να επιζητήσουμε οπαδούς, και να κάνουμε εκείνο που δεν αρέσει στο Θεό: δηλαδή να «περιοριζώμεθα εις τον κόπον μας και να αισθανώμεθα εντός μιας ψυχής ως εις τον οίκον μας». Είναι ενδεχόμενο να αναζητήσουμε τότε τη δόξα μας…
Αλλ’ αυτό είναι πλάνη· γιατί ζητάμε τη δόξα σε λάθος χρόνο. Τώρα, «άχρις ου το σήμερον καλείται», η ζωή του εν Κυρίω κοπιώντος είναι «κρυμμένη» μαζί Του (Κολας. γ΄ 4). Και συμφέρον του είναι να παραμείνει κρυμμένη. Το είπε φιλόστοργα και κατηγορηματικά ο Απόστολός Του, λευκασμένος στην υπηρεσία του Χριστού, «δεμένος μαζί Του μ΄ αγάπη και πάθος»: «όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κολασ. γ΄ 4
Ο απόστολος Παύλος από την Κόρινθο γράφει στους Χριστιανούς της Ρώμης. Στο τελευταίο κεφάλαιο της επιστολής παρελαύνει μια σειρά από ονόματα ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, που τον συνέδεσε μαζί τους η κοινή αγάπη για το Χριστό και ο κοινός αγώνας για το Ευαγγέλιό Του, γιατί, αλήθεια, τίποτε δε συνδέει τόσο, όσο η κοινή εργασία για το Χριστό. Διαβάζουμε: «Ασπάσασθε Τρύφαιναν και Τρυφώσαν τας κοπιώσας εν Κυρίω· ασπάσασθε Περσίδα την αγαπητήν, ήτις πολλά εκοπίασεν εν Κυρίω» (Ρωμ. ιστ΄ 12).
Πηγή : Χριστιανική φοιτητική δράση
Ο «εν Κυρίω κοπιών» εμφανίζεται ως ο ζηλωτής, ο προσηλωμένος, με την καθαυτό έννοια της λέξεως, ο καρφωμένος στο ιδανικό του, που είναι ο Χριστός και η Εκκλησία Του. Ο άνθρωπος της μιας αγάπης, που νοηματίζει όλες τις εγκόσμιες ιερές αφοσιώσεις του, και αυτή ιεραρχεί τους μόχθους του. Ταυτόχρονα είναι ο άνθρωπος της σταθερής ακτινοβολίας. Ένα φως στο δρόμο των ανθρώπων για το Θεό· και μια φωνή, και ένα χέρι που δείχνει: «Ίδε ο αμνός του Θεού»· και μια καρδιά «δοσμένη», έτοιμη για διακονία· και τα πόδια ελεύθερα για τον ευαγγελισμό της ειρήνης. Να είναι κανείς ολόκληρος μια μαρτυρία· και να Τον ακολουθεί ζωσμένος το λέντιο, για να πλύνει τα πόδια, που Εκείνος δεν είναι εδώ να πλύνει· να «παρακαλεί» τις καρδιές των ανθρώπων, όπως ο Κύριος παρακάλεσε τη δική του. Να σπεύδει να βάζει τον ώμο του, για να στηρίξει το σταυρό, που γλιστράει στους ξένους ώμους, ενώ κρατάει στην αγκαλιά το δικό του. Ο εν Κυρίω μοχθών! Είναι κατ’εξοχήν «ο του Χριστού».
Το να είναι όμως αυτά έτσι, εξαρτάται από την ευαισθησία διακονίας του εργάτη. Γι’ αυτό απαιτείται αγρυπνία ψυχής, γιατί «οι κοπιώντες εν Κυρίω» έχουν επικίνδυνους εχθρούς. Οι κυριότεροι απ’ αυτούς είναι:
1. Η αυταρέσκεια. Μπορεί κανείς να μοχθεί στον αμπελώνα του Κυρίου χρόνια, αλλά να δουλεύει αυτάρεσκα: όπως του αρέσει, κατά τις συνήθειές του, κατά τις συνήθειές του, κατά την ιδιοσυγκρασία του, κατά την κρίση του. Αυτό βέβαια, δε θα πει ότι ο εργάτης δε θα κοπιάζει ως προσωπικότητα ξεχωριστή – αυτό είναι η ευλογία του Θεού· θα πει ότι συντονίζει το μόχθο του, όπως και οι άλλοι συνεργοί, με το άγιο, το μοναδικό πρότυπο· «Ιησούς Χριστός ουχ εαυτώ ήρεσεν» (Ρωμ. ιε΄ 3) και το είπε· «καταβέβηκα εκ του ουρανού ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με» (Ιωάν. Στ΄38).
Ατενίζοντας αυτό το πρότυπο επιτυγχάνουμε τον καλύτερο συντονισμό στην κοινή εργασία και, εξασφαλίζοντας ειρηνικό το μόχθο ο ένας του άλλου, έχουμε πραγματικούς συνεργάτες και αναδεικνύουμε συνεχιστές.
Έπειτα η αυταρέσκεια δε γίνεται παρά να εξελιχθεί σε ανθρωπαρέσκεια, που είναι το πιο επικίνδυνο γλίστρημα του εργάτη και οδηγεί σε ξέφτισμα το πνευματικό έργο. Γινόμαστε τότε ανεκτικοί. Αρχίζουν οι αβαρίες, οι κάποιοι συμβιβασμοί, που θα συντελέσουν δήθεν στην αναγνώριση του έργου μας από περισσότερους, στην όσο το δυνατόν ευρύτερη προβολή των προσπαθειών μας. Ανεπαίσθητα έτσι κατρακυλάμε στην περιοχή της εκκοσμικεύσεως.
Ιδιαίτερα στην εποχή μας η διακονία μέσα σ’ ένα κόσμο, που ολοφάνερα «εν τω πονηρώ κείται», εκθέτει τον εργάτη σ’αυτόν τον πειρασμό δηλαδή της απόρριψης της κοινωνίας, που μοιάζει να έχει διαγράψει το Θεό, που συχνά μυκτηρίζει κάθε προσπάθεια για τον ερχομό της Βασιλείας Του, που είναι έτοιμη να περιφρονήσει, κάποτε και να βεβηλώσει.
Όμως η παράδοση των «εν Κυρίω κοπιώντων» δεν είναι αυτή της απόρριψης, αλλά της διακονίας «των κακώς εχόντων» (Ματθ. θ΄ 12). Άλλωστε η μεγαλύτερη χαρά δεν είναι η απραξία της αυταρέσκειας ή της φοβίας, αλλά η ειρηνική θλίψη του πνευματικού αγώνα. Να βρίσκεις, όπως είπαν, μια κοινωνία υπανάπτυκτη πνευματικά, πονηρή, και να διαπιστώνεις ότι υπάρχει ελπίδα. Να ανακαλύπτεις δυνατότητες προσφοράς, να γίνεσαι κέντρο δημιουργικής ζωής, εστία φωτός, αυτό είναι η πιο μεγάλη ικανοποίηση.
Δουλεύοντας σε μια τέτοια κοινωνία δοκιμάζεται και ενισχύεται η πίστη μας, η αντοχή μας, η ελπίδα μας στο Θεό. Είναι γνήσια χριστιανικό να ποτίζεις μια τέτοια σκληρή γη με τον ιδρώτα του πιο αγνού εν Κυρίω κόπου· βέβαια με σοφία· αλλά χωρίς προκατάληψη· ακόμα και για τους «αντιδιατιθεμένους» (Β΄ Τιμ. Β’25) και «τους εχθρούς του σταυρού του Χριστού» (Φιλιπ. γ΄18). Και πάντα με έγνοια και αγάπη για τον εξαγριωμένο από την αμαρτία αμαρτωλό αδελφό. «Ω αγαπημένε μου αμαρτωλέ», κήρυττε ένας άγιος ιεροκήρυκας του 18ου αιώνα! Ο Θεός ξέρει. Η σκληρή γη συχνά δίνει καρπό όσο και όποιο εμείς τον καιρό της σποράς δε μπορούμε να φανταστούμε. Η προτροπή του αποστόλου Παύλου στους Χριστιανούς της Κορίνθου, όπου «επλεόνασεν η αμαρτία» (Ρωμ. ε΄20), ήταν κάλεσμα για εμμονή στον ευαγγελικό βίο και το έργο του ευαγγελισμού, που το Πνεύμα απευθύνει και σήμερα στους εργάτες Του:
«Ώστε, αδελφοί μου αγαπητοί, εδραίοι γίνεσθε, αμετακίνητοι, περισσεύοντες εν τω έργω του Κυρίου πάντοτε, ειδότες ότι ο κόπος υμών ουκ έστι κενός εν Κυρίω» (Α΄ Κορ. ιε΄ 58).
Η πεποίθηση αυτή είναι το αποτελεσματικότερο αντίδοτο για την ώρα του πειρασμού. Τι κόπος, αλήθεια, κατάκοπος από τη σπορά που εξανεμίζεται, να νικήσεις τη μελαγχολική διαπίστωση του «επιστάτα, δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν» (Λουκ. Ε΄5)!
Οι άνθρωποι είμαστε βιαστικοί· θέλουμε γρήγορα και αισθητά αποτελέσματα. Όμως η σπορά θέλει εμπιστοσύνη και αυταπάρνηση. Ο σπόρος – το είπε ο Κύριος – αυξάνει «ως ουκ οίδεν αυτός» (Μαρκ. δ΄ 27), που τον έσπειρε. Είναι λόγος του πνεύματος· «επ’ ελπίδι οφείλει» (τι ρήμα!) ο αροτριών αροτριάν και ο αλοών της ελπίδος αυτού μετέχειν επ’ ελπίδι» (Α΄ Κορ. θ΄ 10). Με ελπίδα, με αισιοδοξία· ακόμα κι όταν «εχθρός άνθρωπος» (Ματθ. ιγ΄ 28) σπέρνει ζιζάνια στο σπαρμένο αγρό μας.
Και μια υποσημείωση: Ένας μόχθος χωρίς εξωτερικό αποτέλεσμα μπορεί να πολλαπλασιάσει «τα γεννήματα» της αρετής μέσα στην ψυχή του ίδιοε του χριστοκεντρικού εργάτη. Αντίθετα, μέσα στην εξωτερική καρποφορία είναι ενδεχόμενο να επιζητήσουμε οπαδούς, και να κάνουμε εκείνο που δεν αρέσει στο Θεό: δηλαδή να «περιοριζώμεθα εις τον κόπον μας και να αισθανώμεθα εντός μιας ψυχής ως εις τον οίκον μας». Είναι ενδεχόμενο να αναζητήσουμε τότε τη δόξα μας…
Αλλ’ αυτό είναι πλάνη· γιατί ζητάμε τη δόξα σε λάθος χρόνο. Τώρα, «άχρις ου το σήμερον καλείται», η ζωή του εν Κυρίω κοπιώντος είναι «κρυμμένη» μαζί Του (Κολας. γ΄ 4). Και συμφέρον του είναι να παραμείνει κρυμμένη. Το είπε φιλόστοργα και κατηγορηματικά ο Απόστολός Του, λευκασμένος στην υπηρεσία του Χριστού, «δεμένος μαζί Του μ΄ αγάπη και πάθος»: «όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κολασ. γ΄ 4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου