Συνέχεια από το προηγούμενο
Ὅταν ὁ Φιλόθεος σηκώθηκε καί μέ νοήματα ἔδειξε στόν ἀρχηγό τῶν ἰθαγενῶν ὅτι πεινοῦσε, αὐτός τοῦ πρόσφερε γιά φαγητό κομμάτια ἀπό ἀνθρώπινες σάρκες. Ὁ Φιλόθεος ἔδειξε ἀποστροφή καί μέ αὐστηρό ὕφος ὕψωσε τό χέρι του στόν οὐρανό καί μέ ἀπειλητική φωνή καί διάφορα νοήματα προσπάθησε νά τούς δώση νά καταλάβουν ὅτι ἐάν τολμήση κάποιος στό ἑξῆς νά φάγη κρέας ἀνθρώπινο, θά ἐπικαλεσθῆ τίς καταστροφές τοῦ οὐρανοῦ νά πέσουν ἐπάνω τους. Οἱ δυστυχεῖς ἄγριοι ἔτρεμαν ἀπό τόν φόβο καί ἐστέκοντο σάν ἀπολιθωμένοι. Ὁ Φιλόθεος εἶδε ὅτι στό νησί ὑπῆρχαν ἄφθονα καρποφόρα δένδρα καί πολλά ζῶα. Τούς ἔδειξε μιά μπανανιά καί ζήτησε νά τοῦ φέρουν νά φάγη μπανάνες.
Πηγή : Η Ορθοδοξία στην Απω Ανατολή
Ἡ διαταγή του ἐκτελέσθηκε ἀμέσως. Κατόπιν ζήτησε νερό· τοῦ ἔφεραν νερό ἀπό πηγή μέσα σέ κολοκύθα. Μετά τούς διέταξε νά πιάνουν γιά φαγητό λαγούς, πέρδικες καί δορκάδες.
Πρώτη μέριμνα τοῦ Φιλοθέου ἦταν ἡ ταφή τῶν πτωμάτων, τῶν κεφαλῶν καί τῶν ὁστῶν πού ὑπῆρχαν ἄταφα. Κάλεσε κοντά του τόν ἀρχηγό τῆς φυλῆς ὁ ὁποῖος ἔδειχνε μεγάλο σεβασμό καί πολύ φόβο, καί τόν ὅρισε, πρός μεγάλην του ἱκανοποίηση, «πρωθυπουργό» του. Τοῦ ἔδειξε μέ νοήματα ὅτι θά τόν εὐχαριστοῦσε πολύ ἐάν οἱ «ὑπήκοοί» του ἔσκαβαν ἓνα μεγάλο λάκκο καί ἔβαζαν μέσα ὅλα τά σώματα καί τά ὁστᾶ πού ἦσαν σκορπισμένα παντοῦ. Αὐτό καί ἔγινε. Ἐνῶ οἱ ἄγριοι τά σκέπαζαν μέ χῶμα, ὁ Φιλόθεος ἔψαλλε τό «Ἄμωμοι ἐν ὁδῷ», διάβασε τό χωρίο 5,24 ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο καί στό τέλος ἀναφώνησε τό «Αἰωνία ἡ μνήμη». Ἐπάνω στόν κοινό τάφο ἔθεσε ἕνα μεγάλο σταυρό, πού σχημάτισε δένοντας δύο δοκάρια.
Στήν συνέχεια εἶπε στούς ἰθαγενεῖς καί τοῦ κατασκεύασαν, γιά ἀσφάλεια, μιά καλύβα ἐπάνω στό μεγάλο δένδρο, στό ὁποῖο ὑπῆρχε τό εἴδωλο. Στήν καλύβα ἀνέβαινε μέ ξύλινη σκάλα, πού μποροῦσε νά τήν σύρη ἐπάνω.
Ἔτσι, ἄρχισε τήν ἱεραποστολική του δράση ἐκπολιτίζοντας καί ἐκχριστιανίζοντας τήν ἄγρια αὐτή φυλή, ἔχοντας ὡς ἐφόδια τήν Καινή Διαθήκη, μία «φιάλην μέ κονιάκ» καί «ἕν φιαλίδιον κινίνης» (πού χρησίμευσαν γιά τήν ἀνακούφιση ἀσθενῶν καί πασχόντων), καθώς καί ἕνα περίστροφο πού εἶχε πάρει μαζί του γιά τυχόν προστασία ἀπό τά ἄγρια θηρία.
Τό ἑπόμενο πρωί εἶδε ὅτι οἱ ἄγριοι εἶχαν σκοτώσει πολλά ζῶα καί τά εἶχαν μεταφέρει μπροστά στό μεγάλο δένδρο. Κατέβηκε ἀπό τήν καλύβα του καί πρῶτα ἀπ’ ὅλα διέταξε τόν ἀρχηγό τῆς φυλῆς νά τούς στείλη ὅλους νά πλύνουν καλά τά σώματά τους, πού ἦσαν ἀλειμμένα μέ «ἀκάθαρτο καί βρωμερό λίπος» καί μύριζαν ἀποκρουστικά. Ἀφοῦ καθαρίσθηκαν καλά, τούς εἶπε νά γδάρουν τά ζῶα καί τούς ἔδειξε πῶς νά τά ψήνουν. Οἱ ἄγριοι βρῆκαν τό ψητό κρέας νοστιμώτερο ἀπό τίς ὠμές ἀνθρώπινες σάρκες, πρᾶγμα πού ἐκφράζανε μέ διάφορους τρόπους.
Στήν συνέχεια ὁ Φιλόθεος ἀσχολήθηκε μέ τήν καθαριότητα τοῦ χώρου. Ἔβαλε στούς ἰθαγενεῖς νά καθαρίσουν ἐπιμελῶς καί μέ πολύ νερό ὅλα τά σημεῖα τοῦ νησιοῦ ὅπου ὑπῆρχε αἷμα. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ νησιοῦ καθάρισε καί ἔγινε εὐχάριστη.
Σέ λίγους μῆνες, ὁ Φιλόθεος εἶχε ἀρχίσει νά κατανοῆ καί νά ὁμιλῆ τήν τοπική διάλεκτο. Ἐξήγησε στούς ἰθαγενεῖς ὅτι δέν ἦταν ὁ Θεός, ἀλλά ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, στόν ὁποῖο ἔπρεπε νά ὑπακούουν. Τούς ἔβαλε νά κατασκευάσουν καλύβες γύρω ἀπό τό μεγάλο δένδρο γιά νά μένουν καί νά προστατεύονται ἀπό τήν βροχή καί τά ἄγρια ζῶα, τούς δίδαξε πῶς νά κατασκευάζουν πήλινες χύτρες γιά νά μαγειρεύουν, καθιέρωσε τήν ὑποχρεωτική ἐργασία γιά ὅλους καί διοργάνωσε κοινό σισσίτιο γιά τούς 100 περίπου κατοίκους τοῦ νησιοῦ, κατάργησε τήν κοινογαμία, τούς ἔμαθε νά ζοῦν σάν οἰκογένειες, νά κατασκευάζουν ἐνδύματα ἀπό τό ἄφθονο λινάρι πού ὑπῆρχε στό νησί, κατασκεύασε ἡλιακό ρολόϊ, καί ἄρχισε νά μεταφράζη στήν γλῶσσα τους τά Εὐαγγέλια, ἀφοῦ πρῶτα ἔφτιαξε ἀλφάβητο (χρησιμοποιῶντας γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ, τοῦ λατινικοῦ καί τοῦ τουρκικοῦ ἀλφαβήτου) γιά νά γραφοῦν, ὥστε νά μποροῦν ὅλοι νά τά διαβάζουν. Τούς ἐξανάγκασε μάλιστα, μέ τήν βοήθεια τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς φυλῆς, νά μάθουν ὅλοι τήν γραπτή γλῶσσα. Ὅταν τελείωνε τήν μετάφραση ἑνός μέρους κάποιου Εὐαγγελίου, ἔδινε τό χειρόγραφο στό ἀρχηγό τῆς φυλῆς καί ἀπό αὐτό οἱ «ἐπιμελέστεροι» μαθητές ἔκαναν ἀντίγραφα γιά ὅλους τούς ἰθαγενεῖς.
Ἐνῶ ὅλα κυλοῦσαν ὀμαλά, μετά πάροδο ἑνός περίπου ἔτους, ἕνα πρωί ὁ Φιλόθεος ξύπνησε ἀπό τίς φωνές τῶν ἰθαγενῶν, τούς ὁποίους εἶδε μαζεμένους κάτω ἀπό τό δένδρο, ὅπου εἶχε τήν κατοικία του, νά κρατοῦν μαχαίρια καί ρόπαλα καί μέ ἀλαλαγμούς, ἔχοντας ἐπικεφαλής τόν ἀρχηγό τους, νά ἑτοιμάζονται νά θυσιάσουν στό εἴδωλο τρεῖς ἀνθρώπους. Μέ δυνατή φωνή τούς διέταξε νά σταματήσουν, ἀπειλῶντας ὅτι θά τούς καταστρέψη ἐάν δέν ὑπακούσουν. Ἀπό τόν ἀρχηγό τους πληροφορήθηκε ὅτι ἰθαγενεῖς εἶχαν βρῆ στό νησί δύο «ἐχθρούς» τους ἀπό τήν φυλή «Γουαναχί», ἀπό γειτονικό νησί, πού εἶχαν καί αἰχμάλωτο ἓνα λευκό, τόν ὁποῖο ἤθελαν νά θυσιάσουν στόν θεό τους. Ὁ λευκός ἦταν Γάλλος ρωμαιοκαθολικός ἱεραπόστολος, πού μόλις εἶχε ναυαγήσει. Ἀπό τούς «ἐχθρούς» ἔμαθαν ὅτι οἱ δικοί τους ἑτοίμαζαν ἐπίθεση ἐναντίον τους. Πράγματι σύντομα ἐξόρμησαν στό νησί. Ἦσαν περισσότεροι τῶν ντόπιων καί ἄρχισε σφοδρή μάχη σῶμα μέ σῶμα. Ὁ Φιλόθεος, ὡς ἔσχατο μέσο προστασίας, χρησιμοποίησε τό ὅπλο του, πού οἱ ἰθαγενεῖς τό θεωροῦσαν «κεραυνό», σκοτώνωντας τόν ἀρχηγό τῶν ἐντρόμων «Γουαναχί». Τοῦτο εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τό τέλος τῆς μάχης, ἀλλά καί τήν σωτηρία ἑνός ἀκόμη ἱεραποστόλου, Ἀγγλικανοῦ, ἀπό τό ἴδιο ναυάγιο, πού οἱ εἰσβολεῖς εἶχαν μαζί τους γιά νά τόν θυσιάσουν.
Τότε ὁ Φιλόθεος γιά νά δείξη τήν ἀδυναμία τοῦ εἰδώλου, τό πυροβόλησε καί τό κομμάτισε. Διέταξε δέ τόν «πρωθυπουργό» του νά πῆ σέ ὅλους ὅτι, ὅπως βλέπουν, αὐτός εἶναι δυνατότερος ἀπό τόν θεό τους, ἀλλά καί νά ἀπειλήση τούς εἰσβολεῖς ὅτι θά τούς καταστρέψη, ἐάν τολμήσουν νά ἐπιτεθοῦν καί πάλι στό νησί. Μετά ἀπό
αὐτά ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ ἔδειχναν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη στόν Φιλόθεο, ἀλλά καί μεγάλο φόβο.
Ὅταν ὅλοι οἱ ἰθαγενεῖς εἶχαν ἀντίγραφα τῶν Εὐαγγελίων στή γλῶσσα τους, τότε ὁ Καινή Διαθήκη, μία «φιάλην μέ κονιάκ» καί «ἕν φιαλίδιον κινίνης» (πού χρησίμευσαν γιά τήν ἀνακούφιση ἀσθενῶν καί πασχόντων), καθώς καί ἕνα περίστροφο πού εἶχε πάρει μαζί του γιά τυχόν προστασία ἀπό τά ἄγρια θηρία.
Τό ἑπόμενο πρωί εἶδε ὅτι οἱ ἄγριοι εἶχαν σκοτώσει πολλά ζῶα καί τά εἶχαν μεταφέρει μπροστά στό μεγάλο δένδρο. Κατέβηκε ἀπό τήν καλύβα του καί πρῶτα ἀπ’ ὅλα διέταξε τόν ἀρχηγό τῆς φυλῆς νά τούς στείλη ὅλους νά πλύνουν καλά τά σώματά τους, πού ἦσαν ἀλειμμένα μέ «ἀκάθαρτο καί βρωμερό λίπος» καί μύριζαν ἀποκρουστικά. Ἀφοῦ καθαρίσθηκαν καλά, τούς εἶπε νά γδάρουν τά ζῶα καί τούς ἔδειξε πῶς νά τά ψήνουν. Οἱ ἄγριοι βρῆκαν τό ψητό κρέας νοστιμώτερο ἀπό τίς ὠμές ἀνθρώπινες σάρκες, πρᾶγμα πού ἐκφράζανε μέ διάφορους τρόπους.
Στήν συνέχεια ὁ Φιλόθεος ἀσχολήθηκε μέ τήν καθαριότητα τοῦ χώρου. Ἔβαλε στούς ἰθαγενεῖς νά καθαρίσουν ἐπιμελῶς καί μέ πολύ νερό ὅλα τά σημεῖα τοῦ νησιοῦ ὅπου ὑπῆρχε αἷμα. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ νησιοῦ καθάρισε καί ἔγινε εὐχάριστη.
Σέ λίγους μῆνες, ὁ Φιλόθεος εἶχε ἀρχίσει νά κατανοῆ καί νά ὁμιλῆ τήν τοπική διάλεκτο. Ἐξήγησε στούς ἰθαγενεῖς ὅτι δέν ἦταν ὁ Θεός, ἀλλά ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, στόν ὁποῖο ἔπρεπε νά ὑπακούουν. Τούς ἔβαλε νά κατασκευάσουν καλύβες γύρω ἀπό τό μεγάλο δένδρο γιά νά μένουν καί νά προστατεύονται ἀπό τήν βροχή καί τά ἄγρια ζῶα, τούς δίδαξε πῶς νά κατασκευάζουν πήλινες χύτρες γιά νά μαγειρεύουν, καθιέρωσε τήν ὑποχρεωτική ἐργασία γιά ὅλους καί διοργάνωσε κοινό σισσίτιο γιά τούς 100 περίπου κατοίκους τοῦ νησιοῦ, κατάργησε τήν κοινογαμία, τούς ἔμαθε νά ζοῦν σάν οἰκογένειες, νά κατασκευάζουν ἐνδύματα ἀπό τό ἄφθονο λινάρι πού ὑπῆρχε στό νησί, κατασκεύασε ἡλιακό ρολόϊ, καί ἄρχισε νά μεταφράζη στήν γλῶσσα τους τά Εὐαγγέλια, ἀφοῦ πρῶτα ἔφτιαξε ἀλφάβητο (χρησιμοποιῶντας γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ, τοῦ λατινικοῦ καί τοῦ τουρκικοῦ ἀλφαβήτου) γιά νά γραφοῦν, ὥστε νά μποροῦν ὅλοι νά τά διαβάζουν. Τούς ἐξανάγκασε μάλιστα, μέ τήν
Φιλόθεος ἄρχισε τήν διδασκαλία τῆς πίστεως στόν Χριστό. Μιά καλύβα λειτουργοῦσε ὡς ἐκκλησία, ὅπου κάθε Κυριακή ἐμαζεύοντο, ἔψαλλαν καί γινόταν ἑρμηνεία τῶν Εὐαγγελίων καί διδαχή τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Καθιέρωσε τίς Κυριακές ὡς ἡμέρες γενικῆς ἀργίας· ἀκόμη καί οἱ μάγειροι ἑτοίμαζαν τό φαγητό ἀπό τό Σάββατο.
Ὁ Φιλόθεος μέ τίς συζητήσεις του μέ τούς δύο ἱεραποστόλους, πού εἶχε σώσει, κατόρθωσε νά τούς δείξη τήν Ὀρθοδοξο πίστη, στήν ὁποία καί μετεστράφησαν. Ἔχοντας δέ ἀρχίσει νά κατανοοῦν τήν γλῶσσα τῶν ἰθαγενῶν, ἔγιναν συνεργοί του στό ἔργο τῆς κατηχήσεώς τους.
Μετά ἀπό καιρό, πηγαίνοντας στίς Ἰνδίες, ναυάγησε στό νησί καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἡλιουπόλεως (τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρ-χείου) Ἀθανάσιος Ταττίδης. Αὐτός, ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι γνωρίζουν οἱ ἰθαγενεῖς τήν Ὀρθόδοξη πίστη, τούς βάπτισε καί χειροτόνησε ἱερεῖς τόν Φιλόθεο, τόν ἀρχηγό τῆς φυλῆς, ἀλλά καί τούς δύο ἱεραπόστολους (ἀφοῦ πρῶτα τούς ἔχρισε μέ Ἅγιο Μύρο Ὀρθοδόξους), θεμελιώνοντας ἔτσι τήν πρώτη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν ἀπομονωμένη αὐτή περιοχή τοῦ Ἰνδικοῦ Ὠκεανοῦ.
Ὁ π. Φιλόθεος μέ τόν Μητροπολίτη καί τούς ἱεραποστόλους ἀναχώρησαν ἀπό τό νησί μέ πλοῖο, πού περνοῦσε από ἐκεῖ, γιά τήν Αὐστραλία. Δέν γνωρίζουμε πότε ἀκριβῶς συνέβη τοῦτο, οὔτε τήν δράση καί τό ἔτος θανάτου τοῦ π. Φιλοθέου στήν Μελβούρνη. Ὅπως ὅμως γράφει στήν αὐτοβιογραφία του, καθοδηγοῦσε τόν ἱερέα, ἀρχηγό καί ποιμένα τῶν πιστῶν τοῦ νησιοῦ, μέσῳ τῆς ἀλληλογραφίας πού διατηροῦσε μαζί του.
Α. Χ.
Πηγη.Οδοιπορικό Ορθοδόξου Ιεραποστολής στην Ανατολή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου